ἐπιτελείωσιν

ἐπιτελείωσιν
ἐπιτελέω
complete
pres subj act 3rd pl
ἐπιτελείωσις
after-offering
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιτελείωσις — ἐπιτελείωσις, ἡ (Α) [επιτελειώ] 1. συμπλήρωση, επιτέλεση («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», Πλούτ.) 2. ευχαριστήρια θυσία για τη γέννηση παιδιού («μήτε γὰρ εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», Πλάτ.) 3. τέλεια, ύψιστη μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”